- ἐξερχομένου
- ἐξέρχομαιgopres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειωτής στροφών — Μηχανική συσκευή, κατάλληλη για τη μετάδοση της ισχύος με ταυτόχρονη μείωση των στροφών. Αποτελείται από οδοντωτούς τροχούς, οι οποίοι είναι στερεωμένοι συνήθως σε ένα μεταλλικό κιβώτιο. Από το κιβώτιο βγαίνουν δύο άξονες· ο ένας συνδέεται με τον … Dictionary of Greek